ανισοϋψής

ανισοϋψής
-ές (Α ἀνισοϋψής, -οῡς)
αυτός που έχει άνισο ύψος σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀνισουψεῖς — ἀνισουψής of unequal height masc/fem acc pl ἀνισουψής of unequal height masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφοροϋψής — ές αυτός που έχει διαφορετικό ύψος συγκριτικά με άλλο ή άλλους, ανισοϋψής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”